Γκλάρους

Γκλάρους
(γερμ. Glarus, γαλλ. Glaris, ιταλ. Glarona). Καντόνι (685 τ. χλμ., 38.500 κάτ. το 2000) της Ελβετίας στο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας. Το έδαφος είναι στο μεγαλύτερο μέρος ορεινό και αντιστοιχεί ακριβώς, εκτός από τη νοτιοδυτική γωνία, με τη λεκάνη απορροής του ποταμού Λιντ και των παραποτάμων του, οι οποίοι κατεβαίνουν από όρη που ξεπερνούν τα 3.000 μ. (Φράουλεν 3.804 μ., Τέντι 3.623 μ.). Ο Λιντ εκβάλλει στη λίμνη Ζυρίχη. Ο πληθυσμός του καντονιού, γερμανόφωνος και διαμαρτυρόμενος στο θρήσκευμα, ασχολείται με τη γεωργία (πατάτες, δημητριακά) και είναι κυρίως συγκεντρωμένος στα βάθη των κοιλάδων και στις πλαγιές με μεσημβρινό προσανατολισμό. Υπάρχει αξιόλογη κτηνοτροφία (βοοειδή, πρόβατα, χοίροι) και δασοκομία. Η μικρή βιοτεχνία είναι κυρίως αγροτική. Πρωτεύουσα του Γ. είναι η ομώνυμη πόλη (5.600 κάτ. το 2002), η οποία αποτελεί γεωργικό και βιοτεχνικό κέντρο· το Γ. έγινε μέλος της Ελβετικής Ομοσπονδίας το 1352. Ορεινό τοπίο στα περίχωρα της μικρής ιστορικής πόλης Νέφελς, όπου οι κάτοικοι του Γκλάρους νίκησαν τους Αυστριακούς (1388). Με τη νίκη αυτή το Γκλάρους εξασφάλισε την ανεξαρτησία του από τους Αψβούργους, στους οποίους ανήκε από το 1299 (φωτ. Giegel).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • ουρί — (Uri). Ομόσπονδο καντόνι (1.076 τ. χλμ., περ. 34 000 κατ.) της κεντρικής Ελβετίας. Οι κάτοικοί του μιλούν τη γερμανική γλώσσα και ανήκουν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία. Πρωτεύουσα είναι η Άλτντορφ (8200 κάτ.), στη δεξιά όχθη του Ρόυς, όχι μακριά από …   Dictionary of Greek

  • Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …   Dictionary of Greek

  • Ζβίγγλιος — (Huldreich Zwingli, Βιλντχάους, Τόγκενμπουργκ 1484 – Κάπελ 1531). Εξελληνισμένο όνομα του Ελβετού θρησκευτικού μεταρρυθμιστή Χούλντραϊχ Ζβίγκλι. Έχοντας εμποτιστεί με ουμανιστικές αντιλήψεις –ήταν οπαδός του Έρασμου– ο Ζ. διετέλεσε ιερέας στο… …   Dictionary of Greek

  • Θρησκευτικοί πόλεμοι — Σειρά μακροχρόνιων πολέμων που αναστάτωσαν την Ευρώπη κατά τον 16ο και 17ο αι., μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Ως πρόδρομος των πολέμων αυτών, μεταξύ 1419 και 1436, μπορεί να θεωρηθεί ο πόλεμος εναντίον των Ουσιτών της Βοημίας, δηλαδή εναντίον …   Dictionary of Greek

  • Σανκτ Γκάλεν — (Sankt Gallen = Άγιος Γάλλος, Saint Galles γαλλικά, San Gallo ιταλικά). Πόλη (73.191 κάτ.) της βόρειας Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού. Βρίσκεται σε μια ευρεία κοιλάδα ανάμεσα στα όρη Μπέρ νεγκ και Φρόϋντενμπεργκ στα Ν και Ρόζενμπεργκ …   Dictionary of Greek

  • Σβυτς — (Schwyz). Πόλη (12 400 κάτ.) της κεντρικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου ομόσπονδου κράτους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 516 λίγο στα Α της λίμνης των Τεσσάρων Καντονιών και στους πρόποδες του Μύτεν. Η φήμη του Σ. είναι συνδεμένη με το ρόλο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”